- ψευδοτεχνία
- ἡ, ΜΑαπατηλή τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + τέχνη + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοτεχνία — ψευδοτεχνίᾱ , ψευδοτεχνία false fem nom/voc/acc dual ψευδοτεχνίᾱ , ψευδοτεχνία false fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνίας — ψευδοτεχνίᾱς , ψευδοτεχνία false fem acc pl ψευδοτεχνίᾱς , ψευδοτεχνία false fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνίαι — ψευδοτεχνίᾱͅ , ψευδοτεχνία false fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνίαν — ψευδοτεχνίᾱν , ψευδοτεχνία false fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνικός — ή, όν, Μ [ψευδοτεχνία] το αρσ. ως ουσ. ὁ ψευδοτεχνικός (για γιατρό) άτομο που παριστάνει τον γιατρό, ενώ δεν έχει σπουδάσει ιατρική … Dictionary of Greek